συνωμοσιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνωμοσιολόγος οι συνωμοσιολόγοι
      γενική του συνωμοσιολόγου των συνωμοσιολόγων
    αιτιατική τον συνωμοσιολόγο τους συνωμοσιολόγους
     κλητική συνωμοσιολόγε συνωμοσιολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνωμοσιολόγος < συνωμοσία + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

συνωμοσιολόγος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.