σαλιγκάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαλιγκάρι | τα | σαλιγκάρια |
| γενική | του | σαλιγκαριού | των | σαλιγκαριών |
| αιτιατική | το | σαλιγκάρι | τα | σαλιγκάρια |
| κλητική | σαλιγκάρι | σαλιγκάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλιγκάρι < αβέβαιη ετυμολογία· πιθανώς μεσαιωνική ελληνική σαλίγκας < σάλιαγκας < σάλιακας < σιαλικός, που αναφέρεται στο σάλιο
Ουσιαστικό
σαλιγκάρι ουδέτερο
- (ζωολογία) μαλάκιο με σπειροειδές κέλυφος και εδώδιμη σάρκα. Έχει μακρόστενο σώμα, το οποίο προεξέχει εν μέρει από το κέλυφος, και κεφάλι, το οποίο φέρει δύο ζευγάρια κεραιών που συστέλλονται. Τρέφεται με φυτικές ύλες (χορτάρι, βλαστάρια κ.λπ.), κινείται αργά αφήνοντας ίχνη βλέννας και εμφανίζεται κυρίως τις βροχερές μέρες
Εκφράσεις
- σαν σαλιγκάρι: πολύ αργά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σαλιγκάρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
