στροφορμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στροφορμή | οι | στροφορμές |
| γενική | της | στροφορμής | των | στροφορμών |
| αιτιατική | τη | στροφορμή | τις | στροφορμές |
| κλητική | στροφορμή | στροφορμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στροφορμή < στροφή + ορμή < (μεταφραστικό δάνειο) ...
Ουσιαστικό
στροφορμή θηλυκό
- (φυσική) το διανυσματικό μέγεθος που αποτελεί το γινόμενο της ορμής ενός περιστρεφόμενου σώματος επί την απόσταση από το κέντρο περιστροφής και συμβολίζεται με λατινικό κεφαλαίο L
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.