στρόφιγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρόφιγγα οι στρόφιγγες
      γενική της στρόφιγγας των στροφίγγων
    αιτιατική τη στρόφιγγα τις στρόφιγγες
     κλητική στρόφιγγα στρόφιγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόφιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόφιγξ[1] < στρέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾo.fiŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρόφιγγα

Ουσιαστικό

στρόφιγγα θηλυκό

  1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας
  2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.