στρόφιγγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρόφιγγα | οι | στρόφιγγες |
| γενική | της | στρόφιγγας | των | στροφίγγων |
| αιτιατική | τη | στρόφιγγα | τις | στρόφιγγες |
| κλητική | στρόφιγγα | στρόφιγγες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρόφιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόφιγξ[1] < στρέφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾo.fiŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρό‐φιγ‐γα
Ουσιαστικό
στρόφιγγα θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- στρόφιγγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.