στροφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στροφείο τα στροφεία
      γενική του στροφείου των στροφείων
    αιτιατική το στροφείο τα στροφεία
     κλητική στροφείο στροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στροφείο < αρχαία ελληνική στροφεῖον < στρέφω

Ουσιαστικό

στροφείο ουδέτερο

  1. (θέατρο) μηχανισμός με τη βοήθεια του οποίου εμφανίζονταν ή εξαφανίζονταν ξαφνικά ηθοποιοί ή ό,τι άλλο απαιτούσε η εξέλιξη του θεατρικού έργου
  2. (τεχνολογία) στρόφαλος
  3. (τεχνολογία) μανιβέλα, στροφίδι
  4. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι σχοινοποιοί, προκειμένου να κατασκευάσουν σκοινί
     συνώνυμα: σβίγα
  5. (τεχνολογία) σύστημα που συμβάλλει στην κίνηση του έλικα των ελικοπτέρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.