ελιγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελιγμός | οι | ελιγμοί |
| γενική | του | ελιγμού | των | ελιγμών |
| αιτιατική | τον | ελιγμό | τους | ελιγμούς |
| κλητική | ελιγμέ | ελιγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελιγμός < αρχαία ελληνική ἑλιγμός (3,4. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική circonvolution)
Ουσιαστικό
ελιγμός αρσενικό
- μικρή αλλαγή στην κατεύθυνση ενός κινούμενου, προκειμένου να αποφευχθεί κάποιο εμπόδιο
- καμπή που διακόπτει την ευθεία ανάπτυξη ενός δρόμου
- (μεταφορικά) ενέργεια με την οποία επιδιώκεται να αποφευχθεί μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση
- (στρατιωτικός όρος) ενέργεια ή κίνηση που αποσκοπεί στην αλλαγή ή αναδιάταξη των εχθρικών δυνάμεων
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ελίσσομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.