στροφοδίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στροφοδίνη | οι | στροφοδίνες |
| γενική | της | στροφοδίνης | των | στροφοδινών |
| αιτιατική | τη | στροφοδίνη | τις | στροφοδίνες |
| κλητική | στροφοδίνη | στροφοδίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στροφοδίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στροφοδίνη θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στροφοδίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.