στολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στολίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στολίζω, (στολίζω, ντύνω) < αρχαία σημασία: εξοπλίζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στολίζω

Ρήμα

στολίζω, αόρ.: στόλισα, παθ.φωνή: στολίζομαι, π.αόρ.: στολίστηκα, μτχ.π.π.: στολισμένος

  1. κάνω διακόσμηση, προσθέτω στολίδια ή κατάλληλα αντικείμενα ώστε να γίνει πιο όμορφο ένα πράγμα, ένα μέρος
  2. ντύνω κάποιον στα καλύτερά του ρούχα, του βάζω κοσμήματα κλπ. ώστε να παρουσιάσει την καλύτερη εμφάνιση
  3. (μεταφορικά) ομορφαίνω, διανθίζω το λόγο μου ή ένα κείμενο με όμορφες λέξεις ή φράσεις
  4. (μειωτικό) βρίζω
    Τσακωθήκανε και τον στόλισε με κάτι κοσμητικά επίθετα, που δεν μπορώ να επαναλάβω!

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στολή

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος[2] Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'στολίζω' στο Βικιλεξικό όπως

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λήγουν σε -στολίζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στολίζω < στολ(ή) + -ίζω

Ρήμα

στολίζω

  1. εξοπλίζω στράτευμα
  2. (ελληνιστική κοινή) ντύνω
     συνώνυμα: ενδύω
  3. (ελληνιστική κοινή) διακοσμώ, στολίζω, όπως στα νέα ελληνικά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στολή

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος

  • καταστολίζω
  • μεταστολίζομαι
  • περιστολίζομαι
  • συστολίζω
  • ὑποστολίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.