στολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στολίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στολίζω, (στολίζω, ντύνω) < αρχαία σημασία: εξοπλίζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /stoˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐λί‐ζω
Ρήμα
στολίζω, αόρ.: στόλισα, παθ.φωνή: στολίζομαι, π.αόρ.: στολίστηκα, μτχ.π.π.: στολισμένος
- κάνω διακόσμηση, προσθέτω στολίδια ή κατάλληλα αντικείμενα ώστε να γίνει πιο όμορφο ένα πράγμα, ένα μέρος
- ντύνω κάποιον στα καλύτερά του ρούχα, του βάζω κοσμήματα κλπ. ώστε να παρουσιάσει την καλύτερη εμφάνιση
- (μεταφορικά) ομορφαίνω, διανθίζω το λόγο μου ή ένα κείμενο με όμορφες λέξεις ή φράσεις
- (μειωτικό) βρίζω
- ↪ Τσακωθήκανε και τον στόλισε με κάτι κοσμητικά επίθετα, που δεν μπορώ να επαναλάβω!
Σύνθετα
- ανθοστόλιστος
- αστόλιστος
- καταστόλιστος
- ξεστόλισμα
- σημαιοστολισμός
σύνθετα του ρήματος[2] Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'στολίζω' στο Βικιλεξικό όπως
- ανθοστολίζω
- ασημοστολίζω
- ασπροστολίζω
- βαριοστολίζω
- γαμπροστολίζω
- γιορτοστολίζω
- δαφνοστολίζω
- δεντροστολίζω
- διαμαντοστολίζω
- καταστολίζω
- λαμπροστολίζω
- λουλουδοστολίζω
- 'μορφοστολίζω
- μυρτοστολίζω
- νεκροστολίζω
- νυφοστολίζω
- ξεστολίζω
- ομορφοστολίζω
- ονειροστολίζω
- παραστολίζω
- πολυστολίζω
- σημαιοστολίζω
- χιλιοστολίζω
- χρυσοστολίζω
- ωριοστολίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στολίζω | στόλιζα | θα στολίζω | να στολίζω | στολίζοντας | |
| β' ενικ. | στολίζεις | στόλιζες | θα στολίζεις | να στολίζεις | στόλιζε | |
| γ' ενικ. | στολίζει | στόλιζε | θα στολίζει | να στολίζει | ||
| α' πληθ. | στολίζουμε | στολίζαμε | θα στολίζουμε | να στολίζουμε | ||
| β' πληθ. | στολίζετε | στολίζατε | θα στολίζετε | να στολίζετε | στολίζετε | |
| γ' πληθ. | στολίζουν(ε) | στόλιζαν στολίζαν(ε) |
θα στολίζουν(ε) | να στολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στόλισα | θα στολίσω | να στολίσω | στολίσει | ||
| β' ενικ. | στόλισες | θα στολίσεις | να στολίσεις | στόλισε | ||
| γ' ενικ. | στόλισε | θα στολίσει | να στολίσει | |||
| α' πληθ. | στολίσαμε | θα στολίσουμε | να στολίσουμε | |||
| β' πληθ. | στολίσατε | θα στολίσετε | να στολίσετε | στολίστε | ||
| γ' πληθ. | στόλισαν στολίσαν(ε) |
θα στολίσουν(ε) | να στολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στολίσει | είχα στολίσει | θα έχω στολίσει | να έχω στολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στολίσει | είχες στολίσει | θα έχεις στολίσει | να έχεις στολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στολίσει | είχε στολίσει | θα έχει στολίσει | να έχει στολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στολίσει | είχαμε στολίσει | θα έχουμε στολίσει | να έχουμε στολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στολίσει | είχατε στολίσει | θα έχετε στολίσει | να έχετε στολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στολίσει | είχαν στολίσει | θα έχουν στολίσει | να έχουν στολίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στολίζομαι | στολιζόμουν(α) | θα στολίζομαι | να στολίζομαι | ||
| β' ενικ. | στολίζεσαι | στολιζόσουν(α) | θα στολίζεσαι | να στολίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | στολίζεται | στολιζόταν(ε) | θα στολίζεται | να στολίζεται | ||
| α' πληθ. | στολιζόμαστε | στολιζόμαστε στολιζόμασταν |
θα στολιζόμαστε | να στολιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | στολίζεστε | στολιζόσαστε στολιζόσασταν |
θα στολίζεστε | να στολίζεστε | (στολίζεστε) | |
| γ' πληθ. | στολίζονται | στολίζονταν στολιζόντουσαν |
θα στολίζονται | να στολίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στολίστηκα | θα στολιστώ | να στολιστώ | στολιστεί | ||
| β' ενικ. | στολίστηκες | θα στολιστείς | να στολιστείς | στολίσου | ||
| γ' ενικ. | στολίστηκε | θα στολιστεί | να στολιστεί | |||
| α' πληθ. | στολιστήκαμε | θα στολιστούμε | να στολιστούμε | |||
| β' πληθ. | στολιστήκατε | θα στολιστείτε | να στολιστείτε | στολιστείτε | ||
| γ' πληθ. | στολίστηκαν στολιστήκαν(ε) |
θα στολιστούν(ε) | να στολιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στολιστεί | είχα στολιστεί | θα έχω στολιστεί | να έχω στολιστεί | στολισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις στολιστεί | είχες στολιστεί | θα έχεις στολιστεί | να έχεις στολιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στολιστεί | είχε στολιστεί | θα έχει στολιστεί | να έχει στολιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στολιστεί | είχαμε στολιστεί | θα έχουμε στολιστεί | να έχουμε στολιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στολιστεί | είχατε στολιστεί | θα έχετε στολιστεί | να έχετε στολιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στολιστεί | είχαν στολιστεί | θα έχουν στολιστεί | να έχουν στολιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στολισμένος - είμαστε, είστε, είναι στολισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στολισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στολισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στολισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
διακοσμώ
Αναφορές
- στολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -στολίζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
στολίζω
- εξοπλίζω στράτευμα
- (ελληνιστική κοινή) ντύνω
- (ελληνιστική κοινή) διακοσμώ, στολίζω, όπως στα νέα ελληνικά
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη στολή
Σύνθετα
σύνθετα του ρήματος
- καταστολίζω
- μεταστολίζομαι
- περιστολίζομαι
- συστολίζω
- ὑποστολίζω
Πηγές
- στολίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στολίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.