στολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στολισμένος | η | στολισμένη | το | στολισμένο |
| γενική | του | στολισμένου | της | στολισμένης | του | στολισμένου |
| αιτιατική | τον | στολισμένο | τη | στολισμένη | το | στολισμένο |
| κλητική | στολισμένε | στολισμένη | στολισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στολισμένοι | οι | στολισμένες | τα | στολισμένα |
| γενική | των | στολισμένων | των | στολισμένων | των | στολισμένων |
| αιτιατική | τους | στολισμένους | τις | στολισμένες | τα | στολισμένα |
| κλητική | στολισμένοι | στολισμένες | στολισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στολίζω
Μετοχή
στολισμένος, -η, -ο
- που έχει στολιστεί, διακοσμημένος (για τόπο ή πράγμα), ή που είναι ντυμένος με καλά ρούχα, φοράει κοσμήματα κλπ. (για πρόσωπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.