χρυσοστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρυσοστολίζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.so.stoˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐στο‐λί‐ζω
Ρήμα
χρυσοστολίζω, αόρ.: χρυσοστόλισα, π.αόρ.: χρυσοστολίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοστολισμένος
- στολίζω κάτι με χρυσό
- χρυσοπλουμίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρυσοστολίζω | χρυσοστόλιζα | θα χρυσοστολίζω | να χρυσοστολίζω | χρυσοστολίζοντας | |
| β' ενικ. | χρυσοστολίζεις | χρυσοστόλιζες | θα χρυσοστολίζεις | να χρυσοστολίζεις | χρυσοστόλιζε | |
| γ' ενικ. | χρυσοστολίζει | χρυσοστόλιζε | θα χρυσοστολίζει | να χρυσοστολίζει | ||
| α' πληθ. | χρυσοστολίζουμε | χρυσοστολίζαμε | θα χρυσοστολίζουμε | να χρυσοστολίζουμε | ||
| β' πληθ. | χρυσοστολίζετε | χρυσοστολίζατε | θα χρυσοστολίζετε | να χρυσοστολίζετε | χρυσοστολίζετε | |
| γ' πληθ. | χρυσοστολίζουν(ε) | χρυσοστόλιζαν χρυσοστολίζαν(ε) |
θα χρυσοστολίζουν(ε) | να χρυσοστολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρυσοστόλισα | θα χρυσοστολίσω | να χρυσοστολίσω | χρυσοστολίσει | ||
| β' ενικ. | χρυσοστόλισες | θα χρυσοστολίσεις | να χρυσοστολίσεις | χρυσοστόλισε | ||
| γ' ενικ. | χρυσοστόλισε | θα χρυσοστολίσει | να χρυσοστολίσει | |||
| α' πληθ. | χρυσοστολίσαμε | θα χρυσοστολίσουμε | να χρυσοστολίσουμε | |||
| β' πληθ. | χρυσοστολίσατε | θα χρυσοστολίσετε | να χρυσοστολίσετε | χρυσοστολίστε | ||
| γ' πληθ. | χρυσοστόλισαν χρυσοστολίσαν(ε) |
θα χρυσοστολίσουν(ε) | να χρυσοστολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρυσοστολίσει | είχα χρυσοστολίσει | θα έχω χρυσοστολίσει | να έχω χρυσοστολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρυσοστολίσει | είχες χρυσοστολίσει | θα έχεις χρυσοστολίσει | να έχεις χρυσοστολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρυσοστολίσει | είχε χρυσοστολίσει | θα έχει χρυσοστολίσει | να έχει χρυσοστολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρυσοστολίσει | είχαμε χρυσοστολίσει | θα έχουμε χρυσοστολίσει | να έχουμε χρυσοστολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρυσοστολίσει | είχατε χρυσοστολίσει | θα έχετε χρυσοστολίσει | να έχετε χρυσοστολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρυσοστολίσει | είχαν χρυσοστολίσει | θα έχουν χρυσοστολίσει | να έχουν χρυσοστολίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.