σημαιοστολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημαιοστολίζω (μαρτυρείται από το 1884) [1] < από το σημαία και το στολίζω

Ρήμα

σημαιοστολίζω

  1. στολίζω με σημαίες ένα χώρο, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους
  2. (μεταφορικά) ντύνομαι υπερβολικά

Συγγενικά


Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 900, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.