εξοπλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξοπλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
εξοπλίζω
- προμηθεύω με τα απαραίτητα εργαλεία ή προμήθειες
- ένα συνεργείο πρέπει να είναι εξοπλισμένο με πολλά εργαλεία
- η χώρα θα εξοπλίσει τον στρατό της με νέα τανκς
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξοπλίζω | εξόπλιζα | θα εξοπλίζω | να εξοπλίζω | εξοπλίζοντας | |
| β' ενικ. | εξοπλίζεις | εξόπλιζες | θα εξοπλίζεις | να εξοπλίζεις | εξόπλιζε | |
| γ' ενικ. | εξοπλίζει | εξόπλιζε | θα εξοπλίζει | να εξοπλίζει | ||
| α' πληθ. | εξοπλίζουμε | εξοπλίζαμε | θα εξοπλίζουμε | να εξοπλίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξοπλίζετε | εξοπλίζατε | θα εξοπλίζετε | να εξοπλίζετε | εξοπλίζετε | |
| γ' πληθ. | εξοπλίζουν(ε) | εξόπλιζαν εξοπλίζαν(ε) |
θα εξοπλίζουν(ε) | να εξοπλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξόπλισα | θα εξοπλίσω | να εξοπλίσω | εξοπλίσει | ||
| β' ενικ. | εξόπλισες | θα εξοπλίσεις | να εξοπλίσεις | εξόπλισε | ||
| γ' ενικ. | εξόπλισε | θα εξοπλίσει | να εξοπλίσει | |||
| α' πληθ. | εξοπλίσαμε | θα εξοπλίσουμε | να εξοπλίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξοπλίσατε | θα εξοπλίσετε | να εξοπλίσετε | εξοπλίστε | ||
| γ' πληθ. | εξόπλισαν εξοπλίσαν(ε) |
θα εξοπλίσουν(ε) | να εξοπλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξοπλίσει | είχα εξοπλίσει | θα έχω εξοπλίσει | να έχω εξοπλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξοπλίσει | είχες εξοπλίσει | θα έχεις εξοπλίσει | να έχεις εξοπλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξοπλίσει | είχε εξοπλίσει | θα έχει εξοπλίσει | να έχει εξοπλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξοπλίσει | είχαμε εξοπλίσει | θα έχουμε εξοπλίσει | να έχουμε εξοπλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξοπλίσει | είχατε εξοπλίσει | θα έχετε εξοπλίσει | να έχετε εξοπλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξοπλίσει | είχαν εξοπλίσει | θα έχουν εξοπλίσει | να έχουν εξοπλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.