εξοπλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξοπλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εξοπλίζω

ένα συνεργείο πρέπει να είναι εξοπλισμένο με πολλά εργαλεία
η χώρα θα εξοπλίσει τον στρατό της με νέα τανκς


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.