νεκροστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νεκροστολίζω | νεκροστόλιζα | θα νεκροστολίζω | να νεκροστολίζω | νεκροστολίζοντας | |
| β' ενικ. | νεκροστολίζεις | νεκροστόλιζες | θα νεκροστολίζεις | να νεκροστολίζεις | νεκροστόλιζε | |
| γ' ενικ. | νεκροστολίζει | νεκροστόλιζε | θα νεκροστολίζει | να νεκροστολίζει | ||
| α' πληθ. | νεκροστολίζουμε | νεκροστολίζαμε | θα νεκροστολίζουμε | να νεκροστολίζουμε | ||
| β' πληθ. | νεκροστολίζετε | νεκροστολίζατε | θα νεκροστολίζετε | να νεκροστολίζετε | νεκροστολίζετε | |
| γ' πληθ. | νεκροστολίζουν(ε) | νεκροστόλιζαν νεκροστολίζαν(ε) |
θα νεκροστολίζουν(ε) | να νεκροστολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νεκροστόλισα | θα νεκροστολίσω | να νεκροστολίσω | νεκροστολίσει | ||
| β' ενικ. | νεκροστόλισες | θα νεκροστολίσεις | να νεκροστολίσεις | νεκροστόλισε | ||
| γ' ενικ. | νεκροστόλισε | θα νεκροστολίσει | να νεκροστολίσει | |||
| α' πληθ. | νεκροστολίσαμε | θα νεκροστολίσουμε | να νεκροστολίσουμε | |||
| β' πληθ. | νεκροστολίσατε | θα νεκροστολίσετε | να νεκροστολίσετε | νεκροστολίστε | ||
| γ' πληθ. | νεκροστόλισαν νεκροστολίσαν(ε) |
θα νεκροστολίσουν(ε) | να νεκροστολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νεκροστολίσει | είχα νεκροστολίσει | θα έχω νεκροστολίσει | να έχω νεκροστολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νεκροστολίσει | είχες νεκροστολίσει | θα έχεις νεκροστολίσει | να έχεις νεκροστολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νεκροστολίσει | είχε νεκροστολίσει | θα έχει νεκροστολίσει | να έχει νεκροστολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νεκροστολίσει | είχαμε νεκροστολίσει | θα έχουμε νεκροστολίσει | να έχουμε νεκροστολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νεκροστολίσει | είχατε νεκροστολίσει | θα έχετε νεκροστολίσει | να έχετε νεκροστολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νεκροστολίσει | είχαν νεκροστολίσει | θα έχουν νεκροστολίσει | να έχουν νεκροστολίσει |
| |
Μεταφράσεις
νεκροστολίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.