διανθίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διανθίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διανθίζω[1] < αρχαία ελληνική ἀνθίζω < ἄνθος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δια-) δι- + ανθίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.anˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διανθίζω

Ρήμα

διανθίζω, αόρ.: διάνθισα, παθ.φωνή: διανθίζομαι, π.αόρ.: διανθίστηκα, μτχ.π.π.: διανθισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.