στεφάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στεφάνη | οι | στεφάνες |
| γενική | της | στεφάνης | των | στεφανών |
| αιτιατική | τη | στεφάνη | τις | στεφάνες |
| κλητική | στεφάνη | στεφάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_082_-_Basketball_Court_3.jpg.webp)
στεφάνη μπασκέτας με σκισμένο δίχτυ

ηλιακή στεφάνη
Ετυμολογία
- στεφάνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στεφάνη (γείσο), αρχαία ελληνική (διάδημα) [1] Συγκρίνετε με το στεφάνι.
- για τη βοτανική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corelle
- για την αστρονομία, γεωμετρία, οδοντιατρική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couronne\
- για το μπάσκετ < απόδοση για την αγγλική basketball ring
Προφορά
- ΔΦΑ : /steˈfa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐φά‐νη
- ομόηχο: στεφάνι
Ουσιαστικό
στεφάνη θηλυκό
- αντικείμενο που μοιάζει με στεφάνι
- (αθλητισμός, μπάσκετ) το μεταλλικό κυκλικό μέρος της μπασκέτας απ' όπου κρέμεται το δίχτυ
- (αστρονομία) εξωτερικό τμήμα του φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον ήλιο ή από τη σελήνη κατά την ολική έκλειψη]
- (βοτανική) το σύνολο των πετάλων ενός λουλουδιού
- (γεωμετρία) η επιφάνεια που βρίσκεται μεταξύ δύο άνισων ομόκεντρων περιφερειών
- (οδοντιατρική, ανατομία) το τμήμα του δοντιού που εξέχει από τα ούλα
- (οδοντιατρική) συνώνυμο του κορόνα
- (αρχαία ελληνικά) στέφανος (οτιδήποτε που περικυκλώνει, κυκλικό)
Μεταφράσεις
(αστρονομία) στεφάνη έκλειψης
|
|
(βοτανική
|
|
(γεωμετρία
|
|
(οδοντιατρική
|
(μπάσκετ
Αναφορές
- στεφάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| στεφᾰνα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | στεφάνη | αἱ | στεφάναι | |
| γενική | τῆς | στεφάνης | τῶν | στεφανῶν | |
| δοτική | τῇ | στεφάνῃ | ταῖς | στεφάναις | |
| αιτιατική | τὴν | στεφάνην | τὰς | στεφάνᾱς | |
| κλητική ὦ! | στεφάνη | στεφάναι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεφάνᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | στεφάναιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- στεφάνη < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- στεφάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεφάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.