στεφανηφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεφανηφόρος η στεφανηφόρος
& στεφανηφόρα
το στεφανηφόρο
      γενική του στεφανηφόρου της στεφανηφόρου
& στεφανηφόρας
του στεφανηφόρου
    αιτιατική τον στεφανηφόρο τη στεφανηφόρο
& στεφανηφόρα
το στεφανηφόρο
     κλητική στεφανηφόρε στεφανηφόρε
& στεφανηφόρα
στεφανηφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεφανηφόροι οι στεφανηφόροι
& στεφανηφόρες
τα στεφανηφόρα
      γενική των στεφανηφόρων των στεφανηφόρων των στεφανηφόρων
    αιτιατική τους στεφανηφόρους τις στεφανηφόρους
& στεφανηφόρες
τα στεφανηφόρα
     κλητική στεφανηφόροι στεφανηφόροι
& στεφανηφόρες
στεφανηφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεφανηφόρος < στεφάν(η) + -η- + -φόρος

Επίθετο

στεφανηφόρος

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / στεφανηφόρος τὸ στεφανηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς στεφανηφόρου τοῦ στεφανηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ στεφανηφόρ τῷ στεφανηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν στεφανηφόρον τὸ στεφανηφόρον
     κλητική ! στεφανηφόρε στεφανηφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ στεφανηφόροι τὰ στεφανηφόρ
      γενική τῶν στεφανηφόρων τῶν στεφανηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς στεφανηφόροις τοῖς στεφανηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς στεφανηφόρους τὰ στεφανηφόρ
     κλητική ! στεφανηφόροι στεφανηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στεφανηφόρω τὼ στεφανηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν στεφανηφόροιν τοῖν στεφανηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.