γείσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γείσο τα γείσα
      γενική του γείσου των γείσων
    αιτιατική το γείσο τα γείσα
     κλητική γείσο γείσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καπέλο με πολύ μεγάλο γείσο σε γελοιογραφία του Τόμας Ρόουλαντσον (1756-1827), Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης

Ετυμολογία

γείσο < αρχαία ελληνική γεῖσον

Ουσιαστικό

γείσο ουδέτερο

  1. το τμήμα της στέγης που εξέχει από τους τοίχους
    στο γείσο φτιάχνουν φωλιά τα χελιδόνια
  2. το μέρος του καπέλου που εξέχει πάνω από το πρόσωπο
    το πρόσωπο του αστυνομικού φαινόταν ιδρωμένο κάτω από το γείσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.