σπόγγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπόγγος | οι | σπόγγοι |
| γενική | του | σπόγγου | των | σπόγγων |
| αιτιατική | τον | σπόγγο | τους | σπόγγους |
| κλητική | σπόγγε | σπόγγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπόγγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόγγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspoŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπόγ‐γος
Ουσιαστικό
σπόγγος αρσενικό
- (ζώο)
- το θαλάσσιο σφουγγάρι, ο κεράτινος σκελετός του ομώνυμου ζώου
- στον πληθυντικό: οι Σπόγγοι, συνομοταξία του ζωικού βασιλείου
- (ειδικότερα) το σφουγγάρι που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του μαυροπίνακα σε εκπαιδευτικές μονάδες
Συγγενικά
- σπογγίζω
- σπογγίνη
- σπόγγισμα
- σπογγοειδής
- σπογγώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπόγγος | οἱ | σπόγγοι |
| γενική | τοῦ | σπόγγου | τῶν | σπόγγων |
| δοτική | τῷ | σπόγγῳ | τοῖς | σπόγγοις |
| αιτιατική | τὸν | σπόγγον | τοὺς | σπόγγους |
| κλητική ὦ! | σπόγγε | σπόγγοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπόγγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπόγγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπόγγος < → λείπει η ετυμολογία
- σφόγγος
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σπόγγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπόγγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.