σφουγγάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφουγγάρι | τα | σφουγγάρια |
| γενική | του | σφουγγαριού | των | σφουγγαριών |
| αιτιατική | το | σφουγγάρι | τα | σφουγγάρια |
| κλητική | σφουγγάρι | σφουγγάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ένα κίτρινο σφουγγάρι του βυθού

ένα σφουγγάρι για το καθάρισμα των επιφανειών, καθώς και για το σώμα
Ετυμολογία
- σφουγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφουγγάρι < ελληνιστική κοινή σπογγάριον, *σφογγάριον, υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σπόγγος / σφόγγος (η τροπή /o > u/ συναίβει από τη επίδραση του χειλικού /f/ και του υπερωιτικού /g/)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfuŋˈga.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφουγ‐γά‐ρι
- ⓘ
Ουσιαστικό
σφουγγάρι ουδέτερο
- (ζωολογία) ζώο που ζει στο βυθό της θάλασσας
- μαλακή απορροφητική τρυπητή μάζα που φτιάχτηκε από επεξεργασία του ομώνυμου πλάσματος και χρησιμοποιείται για καθάρισμα του δέρματος ή των αντικειμένων
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
-
σφουγγάρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Προφορά
- σφουγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.