σπογγαλιεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπογγαλιεία οι σπογγαλιείες
      γενική της σπογγαλιείας των σπογγαλιειών
    αιτιατική τη σπογγαλιεία τις σπογγαλιείες
     κλητική σπογγαλιεία σπογγαλιείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπογγαλιεία < (μαρτυρείται από το 1886) σπόγγος + αλιεία

Ουσιαστικό

σπογγαλιεία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): η αλιεία σπόγγων
    η σπογγαλιεία είναι επαγγελματικό είδος αλιείας που διενεργείται με ειδική άδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.