σπογγώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπογγώδης η σπογγώδης το σπογγώδες
      γενική του σπογγώδους της σπογγώδους του σπογγώδους
    αιτιατική τον σπογγώδη τη σπογγώδη το σπογγώδες
     κλητική σπογγώδη(ς) σπογγώδης σπογγώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπογγώδεις οι σπογγώδεις τα σπογγώδη
      γενική των σπογγωδών των σπογγωδών των σπογγωδών
    αιτιατική τους σπογγώδεις τις σπογγώδεις τα σπογγώδη
     κλητική σπογγώδεις σπογγώδεις σπογγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπογγώδης < < αρχαία ελληνική σπογγώδης

Επίθετο

σπογγώδης

  1. που η μορφή του ή η σύστασή του είναι παρόμοια με του σπόγγου

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σπογγώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σπογγώδης

  1. σπογγώδης

Ταυτόσημο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.