σπογγώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπογγώδης | η | σπογγώδης | το | σπογγώδες |
| γενική | του | σπογγώδους | της | σπογγώδους | του | σπογγώδους |
| αιτιατική | τον | σπογγώδη | τη | σπογγώδη | το | σπογγώδες |
| κλητική | σπογγώδη(ς) | σπογγώδης | σπογγώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπογγώδεις | οι | σπογγώδεις | τα | σπογγώδη |
| γενική | των | σπογγωδών | των | σπογγωδών | των | σπογγωδών |
| αιτιατική | τους | σπογγώδεις | τις | σπογγώδεις | τα | σπογγώδη |
| κλητική | σπογγώδεις | σπογγώδεις | σπογγώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπογγώδης < < αρχαία ελληνική σπογγώδης
Επίθετο
σπογγώδης
- που η μορφή του ή η σύστασή του είναι παρόμοια με του σπόγγου
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
σπογγώδης
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
σπογγώδης < → λείπει η ετυμολογία
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.