σπόγγισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπόγγισμα τα σπογγίσματα
      γενική του σπογγίσματος των σπογγισμάτων
    αιτιατική το σπόγγισμα τα σπογγίσματα
     κλητική σπόγγισμα σπογγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπόγγισμα < ελληνιστική κοινή σπόγγισμα < αρχαία ελληνική σπογγίζω < σπόγγος

Ουσιαστικό

σπόγγισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σπόγγισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.