σπογγογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπογγογενής | η | σπογγογενής | το | σπογγογενές |
| γενική | του | σπογγογενούς* | της | σπογγογενούς | του | σπογγογενούς |
| αιτιατική | τον | σπογγογενή | τη | σπογγογενή | το | σπογγογενές |
| κλητική | σπογγογενή(ς) | σπογγογενής | σπογγογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπογγογενείς | οι | σπογγογενείς | τα | σπογγογενή |
| γενική | των | σπογγογενών | των | σπογγογενών | των | σπογγογενών |
| αιτιατική | τους | σπογγογενείς | τις | σπογγογενείς | τα | σπογγογενή |
| κλητική | σπογγογενείς | σπογγογενείς | σπογγογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπογγογενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σπογγογενής
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σπογγογενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.