Σπόγγοι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σπόγγοι < σπόγγοι, πληθυντικός του σπόγγος

Κύριο όνομα

Σπόγγοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • ταξινομικός όρος - συνομοταξία:  του ζωικού βασιλείου στην οποία περιλαμβάνονται οι Ασβεστόσπογγοι, οι Πυριτόσπογγοι και οι κοινοί κερατόσπογγοι, καθώς και οι απολιθωμένοι Παλαιόσπογγοι και Ρεσεπτακουλίτες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.