σπογγαλιευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπογγαλιευτικός | η | σπογγαλιευτική | το | σπογγαλιευτικό |
| γενική | του | σπογγαλιευτικού | της | σπογγαλιευτικής | του | σπογγαλιευτικού |
| αιτιατική | τον | σπογγαλιευτικό | τη | σπογγαλιευτική | το | σπογγαλιευτικό |
| κλητική | σπογγαλιευτικέ | σπογγαλιευτική | σπογγαλιευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπογγαλιευτικοί | οι | σπογγαλιευτικές | τα | σπογγαλιευτικά |
| γενική | των | σπογγαλιευτικών | των | σπογγαλιευτικών | των | σπογγαλιευτικών |
| αιτιατική | τους | σπογγαλιευτικούς | τις | σπογγαλιευτικές | τα | σπογγαλιευτικά |
| κλητική | σπογγαλιευτικοί | σπογγαλιευτικές | σπογγαλιευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπογγαλιευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σπογγαλιευτικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σπογγαλιευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.