σπογγάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπογγάνθρακας | οι | σπογγάνθρακες |
| γενική | του | σπογγάνθρακα | των | σπογγανθράκων |
| αιτιατική | τον | σπογγάνθρακα | τους | σπογγάνθρακες |
| κλητική | σπογγάνθρακα | σπογγάνθρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπογγάνθρακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπογγάνθρακας αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σπογγάνθρακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.