σπογγαλιεύς

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπογγαλιεύς οἱ σπογγαλιεῖς
      γενική τοῦ σπογγαλιέως τῶν σπογγαλιέων
      δοτική τῷ σπογγαλιεῖ τοῖς σπογγαλιεῦσι(ν)
    αιτιατική τὸν σπογγαλιέα τοὺς σπογγαλιέας
     κλητική ! σπογγαλιεῦ σπογγαλιεῖς
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπογγαλιεύς (μαρτυρείται από το 1873)[1] < σπόγγ(ος) + ἁλιεύς

Ουσιαστικό

σπογγαλιεύς αρσενικό (καθαρεύουσα)

Αναφορές

  1. σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.