σπογγαλιεύς
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπογγαλιεύς | οἱ | σπογγαλιεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | σπογγαλιέως | τῶν | σπογγαλιέων | ||||
| δοτική | τῷ | σπογγαλιεῖ | τοῖς | σπογγαλιεῦσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | σπογγαλιέα | τοὺς | σπογγαλιέας | ||||
| κλητική ὦ! | σπογγαλιεῦ | σπογγαλιεῖς | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Αναφορές
- σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.