ασπλαχνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπλαχνία οι ασπλαχνίες
      γενική της ασπλαχνίας των ασπλαχνιών
    αιτιατική την ασπλαχνία τις ασπλαχνίες
     κλητική ασπλαχνία ασπλαχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπλαχνία < (ελληνιστική κοινή) ἀσπλαγχνία

Ουσιαστικό

ασπλαχνία θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.