σπλαγχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπλαγχνικός | η | σπλαγχνική | το | σπλαγχνικό |
| γενική | του | σπλαγχνικού | της | σπλαγχνικής | του | σπλαγχνικού |
| αιτιατική | τον | σπλαγχνικό | τη | σπλαγχνική | το | σπλαγχνικό |
| κλητική | σπλαγχνικέ | σπλαγχνική | σπλαγχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπλαγχνικοί | οι | σπλαγχνικές | τα | σπλαγχνικά |
| γενική | των | σπλαγχνικών | των | σπλαγχνικών | των | σπλαγχνικών |
| αιτιατική | τους | σπλαγχνικούς | τις | σπλαγχνικές | τα | σπλαγχνικά |
| κλητική | σπλαγχνικοί | σπλαγχνικές | σπλαγχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπλαγχνικός < (ελληνιστική κοινή) σπλαγχνικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /splaŋ.xniˈkos/
Μεταφράσεις
σπλαγχνικός
|
→ δείτε τη λέξη σπλαχνικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.