σπλάγχνον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπλάγχνον τὰ σπλάγχν
      γενική τοῦ σπλάγχνου τῶν σπλάγχνων
      δοτική τῷ σπλάγχν τοῖς σπλάγχνοις
    αιτιατική τὸ σπλάγχνον τὰ σπλάγχν
     κλητική ! σπλάγχνον σπλάγχν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπλάγχνω
γεν-δοτ τοῖν  σπλάγχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπλάγχνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)

Ουσιαστικό

σπλάγχνον ουδέτερο

  1. (ανατομία) οποιοδήποτε από τα εντόσθια
  2. (ως προς τη μητέρα) το παιδί

Συγγενικά

  • σπλαγχνεύω
  • σπλαγχνίς
  • σπλαγχνίζομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.