σπλαχνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπλαχνίζομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σπλαγχνίζομαι με αποβολή του [ŋ] < εὐσπλαγχνίζομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /splaˈxni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπλαχνίζομαι

Ρήμα

σπλαχνίζομαι, π.αόρ.: σπλαχνίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  • (προφορικό) άλλη μορφή του ευσπλαγχνίζομαι
    Έχετε γεια, τους είπε· ο Θεός να σπλαχνιστεί, αδερφοί μου, τις ψυχές σας! (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.