ανέσπλαγχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανέσπλαγχνος | η | ανέσπλαγχνη | το | ανέσπλαγχνο |
| γενική | του | ανέσπλαγχνου | της | ανέσπλαγχνης | του | ανέσπλαγχνου |
| αιτιατική | τον | ανέσπλαγχνο | την | ανέσπλαγχνη | το | ανέσπλαγχνο |
| κλητική | ανέσπλαγχνε | ανέσπλαγχνη | ανέσπλαγχνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανέσπλαγχνοι | οι | ανέσπλαγχνες | τα | ανέσπλαγχνα |
| γενική | των | ανέσπλαγχνων | των | ανέσπλαγχνων | των | ανέσπλαγχνων |
| αιτιατική | τους | ανέσπλαγχνους | τις | ανέσπλαγχνες | τα | ανέσπλαγχνα |
| κλητική | ανέσπλαγχνοι | ανέσπλαγχνες | ανέσπλαγχνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ανέσπλαγχνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.