άσπλαγχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπλαγχνος η άσπλαγχνη το άσπλαγχνο
      γενική του άσπλαγχνου της άσπλαγχνης του άσπλαγχνου
    αιτιατική τον άσπλαγχνο την άσπλαγχνη το άσπλαγχνο
     κλητική άσπλαγχνε άσπλαγχνη άσπλαγχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπλαγχνοι οι άσπλαγχνες τα άσπλαγχνα
      γενική των άσπλαγχνων των άσπλαγχνων των άσπλαγχνων
    αιτιατική τους άσπλαγχνους τις άσπλαγχνες τα άσπλαγχνα
     κλητική άσπλαγχνοι άσπλαγχνες άσπλαγχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσπλαγχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσπλαγχνος < ἀ- + σπλάγχνον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.splaŋ.xnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσπλαγχνος

Επίθετο

άσπλαγχνος, -η, -ον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.