σπασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπασμός | οι | σπασμοί |
| γενική | του | σπασμού | των | σπασμών |
| αιτιατική | τον | σπασμό | τους | σπασμούς |
| κλητική | σπασμέ | σπασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπασμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐σμός
Σύνθετα
- αγγειοσπασμός, αγγειόσπασμος
- αντιπερισπασμός
- βλεφαροσπασμός, βλεφαρόσπασμος
- κολεοσπασμός, κολεόσπασμος
- κολποσπασμός
- λογόσπασμος
- περισπασμός
- συσπασμός
- φαρυγγοσπασμός, φαρυγγόσπασμος
- → δείτε και τη λέξη ασπασμός
- λήγουν σε -σπασμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπασμός | οἱ | σπασμοί |
| γενική | τοῦ | σπασμοῦ | τῶν | σπασμῶν |
| δοτική | τῷ | σπασμῷ | τοῖς | σπασμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | σπασμόν | τοὺς | σπασμούς |
| κλητική ὦ! | σπασμέ | σπασμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπασμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπασμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σπασμός αρσενικό
- o σπασμός, συστολή
- πριαπισμός
- (μεταφορικά) βίαιη ξαφνική κίνηση
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, , Κικέρων, 32
- ※ σεισμόν τε τῆς γῆς καὶ σπασμὸν ἅμα γενέσθαι τῆς θαλάσσης
- ↪ σπασμός μαχαιρῶν: το βγάλσιμο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, , Κικέρων, 32
Σύνθετα
- ἀντιπερισπασμός
- ἀντισπασμός
- ἀποσπασμός
- διασπασμός
- ἐκπερισπασμός
- ἐπισπασμός
- κατασπασμός
- παρασπασμός
- περισπασμός
- ὑποσπασμός
- → δείτε και τη λέξη ἀσπασμός
Πηγές
- σπασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.