σπασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπασμός οι σπασμοί
      γενική του σπασμού των σπασμών
    αιτιατική τον σπασμό τους σπασμούς
     κλητική σπασμέ σπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπασμός

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπασμός

Ουσιαστικό

σπασμός αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπάω / σπάζω

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπασμός οἱ σπασμοί
      γενική τοῦ σπασμοῦ τῶν σπασμῶν
      δοτική τῷ σπασμ τοῖς σπασμοῖς
    αιτιατική τὸν σπασμόν τοὺς σπασμούς
     κλητική ! σπασμέ σπασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπασμώ
γεν-δοτ τοῖν  σπασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπασμός < (σπάω) σπασ- + -μός

Ουσιαστικό

σπασμός αρσενικό

  1. o σπασμός, συστολή
  2. πριαπισμός
  3. (μεταφορικά) βίαιη ξαφνική κίνηση
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, , Κικέρων, 32
      σεισμόν τε τῆς γῆς καὶ σπασμὸν ἅμα γενέσθαι τῆς θαλάσσης
    σπασμός μαχαιρῶν: το βγάλσιμο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπάω

Σύνθετα

  • ἀντιπερισπασμός
  • ἀντισπασμός
  • ἀποσπασμός
  • διασπασμός
  • ἐκπερισπασμός
  • ἐπισπασμός
  • κατασπασμός
  • παρασπασμός
  • περισπασμός
  • ὑποσπασμός
  •  δείτε και τη λέξη ἀσπασμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.