σπασμωδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπασμωδικός η σπασμωδική το σπασμωδικό
      γενική του σπασμωδικού της σπασμωδικής του σπασμωδικού
    αιτιατική τον σπασμωδικό τη σπασμωδική το σπασμωδικό
     κλητική σπασμωδικέ σπασμωδική σπασμωδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπασμωδικοί οι σπασμωδικές τα σπασμωδικά
      γενική των σπασμωδικών των σπασμωδικών των σπασμωδικών
    αιτιατική τους σπασμωδικούς τις σπασμωδικές τα σπασμωδικά
     κλητική σπασμωδικοί σπασμωδικές σπασμωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπασμωδικός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /spa.zmo.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπασμωδικός

Επίθετο

σπασμωδικός

  1. που γίνεται με σπασμούς ή συνοδεύεται από σπασμούς
      Οι σπασμωδικές μου κινήσεις προκαλούσαν περισσότερο τις μέλισσες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
    σπασμωδικός βήχας
  2. ο χωρίς προπαρασκευή, σχεδιασμό
    Σκέψου καλά, μην κάνεις σπασμωδικές κινήσεις.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.