αντιπερισπασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπερισπασμός οι αντιπερισπασμοί
      γενική του αντιπερισπασμού των αντιπερισπασμών
    αιτιατική τον αντιπερισπασμό τους αντιπερισπασμούς
     κλητική αντιπερισπασμέ αντιπερισπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπερισπασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀντιπερισπασμός < αρχαία ελληνική ἀντιπερισπάω < περισπάω < σπάω / σπῶ

Ουσιαστικό

αντιπερισπασμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.