συστολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συστολή οι συστολές
      γενική της συστολής των συστολών
    αιτιατική τη συστολή τις συστολές
     κλητική συστολή συστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστολή < (ελληνιστική κοινή) συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω

Ουσιαστικό

συστολή θηλυκό

  1. (φυσιολογία) η ρυθμική σύσπαση της καρδιάς, που έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο του αίματος (που περιέχεται στις κοιλότητες της καρδιάς) προς τις αρτηρίες
  2. (φυσιολογία) η σύσπαση των μυών και κοίλων οργάνων
  3. (φυσική) η μείωση των διαστάσεων ενός σώματος, από ελάττωση θερμοκρασίας ή αύξηση πίεσης
  4. (μαθηματικά) ο όρος της συστολικής γεωμετρίας
  5. (ψυχολογία) η κοινωνική διστακτικότητα, η ντροπαλότητα
  6. το σωληνοειδές εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την ένωση ενός φαρδύτερου με έναν στενότερο σωλήνα
  7. (γλωσσολογία) η σύμπτυξη λέξεων με χρήση αποστρόφου

Αντώνυμα

Συγγενικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.