σπασμολυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπασμολυτικός η σπασμολυτική το σπασμολυτικό
      γενική του σπασμολυτικού της σπασμολυτικής του σπασμολυτικού
    αιτιατική τον σπασμολυτικό τη σπασμολυτική το σπασμολυτικό
     κλητική σπασμολυτικέ σπασμολυτική σπασμολυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπασμολυτικοί οι σπασμολυτικές τα σπασμολυτικά
      γενική των σπασμολυτικών των σπασμολυτικών των σπασμολυτικών
    αιτιατική τους σπασμολυτικούς τις σπασμολυτικές τα σπασμολυτικά
     κλητική σπασμολυτικοί σπασμολυτικές σπασμολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπασμολυτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σπασμολυτικός

  • που σταματά τους σπασμούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.