βγάλσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βγάλσιμο | τα | βγαλσίματα |
| γενική | του | βγαλσίματος | των | βγαλσιμάτων |
| αιτιατική | το | βγάλσιμο | τα | βγαλσίματα |
| κλητική | βγάλσιμο | βγαλσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βγάλσιμο < βγάλλω < αρχαία ελληνική ἐκβιβάζω
Ουσιαστικό
βγάλσιμο ουδέτερο
- αφαίρεση, εξαγωγή
- εξάρθρωση
Μεταφράσεις
βγάλσιμο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.