βγάλσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βγάλσιμο τα βγαλσίματα
      γενική του βγαλσίματος των βγαλσιμάτων
    αιτιατική το βγάλσιμο τα βγαλσίματα
     κλητική βγάλσιμο βγαλσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βγάλσιμο < βγάλλω < αρχαία ελληνική ἐκβιβάζω

Ουσιαστικό

βγάλσιμο ουδέτερο

  1. αφαίρεση, εξαγωγή
  2. εξάρθρωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.