πριαπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πριαπισμός | οι | πριαπισμοί |
| γενική | του | πριαπισμού | των | πριαπισμών |
| αιτιατική | τον | πριαπισμό | τους | πριαπισμούς |
| κλητική | πριαπισμέ | πριαπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πριαπισμός < ελληνιστική κοινή πριαπισμός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική Πρίαπος + -ισμός (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική priapism[2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική priapisme[2])
Ουσιαστικό
πριαπισμός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πρίαπος
Αναφορές
- πριαπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πριαπισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πριαπισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.