ακούσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούσιος η ακούσια το ακούσιο
      γενική του ακούσιου της ακούσιας του ακούσιου
    αιτιατική τον ακούσιο την ακούσια το ακούσιο
     κλητική ακούσιε ακούσια ακούσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούσιοι οι ακούσιες τα ακούσια
      γενική των ακούσιων των ακούσιων των ακούσιων
    αιτιατική τους ακούσιους τις ακούσιες τα ακούσια
     κλητική ακούσιοι ακούσιες ακούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακούσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκούσιος  και δείτε τη λέξη εκούσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈku.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακούσιος

Επίθετο

ακούσιος, -α, -ο

  • που γίνεται χωρίς τη θέληση κάποιου
    ακούσιο λάθος, ακούσια κίνηση

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.