επίδειξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδειξη οι επιδείξεις
      γενική της επίδειξης* των επιδείξεων
    αιτιατική την επίδειξη τις επιδείξεις
     κλητική επίδειξη επιδείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίδειξη < αρχαία ελληνική ἐπίδειξις

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ði.ksi/

Ουσιαστικό

επίδειξη θηλυκό

  • η παρουσίαση της λειτουργίας και των χαρακτηριστικών ενός προϊόντος
  • η προσκόμιση και παρουσίαση ενός εγγράφου (π.χ. ταυτότητας, εισιτηρίου)
  • η προβολή (πλούτου, δύναμης κ.λπ.) με σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων ή τον εκφοβισμό

Πολυλεκτικοί όροι

  • γυμναστικές επιδείξεις
  • επίδειξη μόδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.