εξαιτίας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξαιτίας < Κατά μία άποψη,[1] λόγια φράση, (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξ αἰτίας κατά την αρχαία σύνταξη + γενική πτώση
- Κατ' άλλη άποψη,[2] (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξ αἰτίας < ελληνιστική κοινή ἐξ αἰτίας.
- → δείτε τις λέξεις εξ, ἐξ, αιτία και αἰτία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kseˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαι‐τί‐ας
Μεταφράσεις
εξαιτίας
Αναφορές
- εξαιτίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «εξαιτίας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΣτΕ: Δεν αναφέρεται σχέση με τη γαλλική έκφραση à cause de, όπως στο Λεξικό Μπαμπινώτη του 2002.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.