σκιαγραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιαγραφία οι σκιαγραφίες
      γενική της σκιαγραφίας των σκιαγραφιών
    αιτιατική τη σκιαγραφία τις σκιαγραφίες
     κλητική σκιαγραφία σκιαγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκιαγραφία < αρχαία ελληνική σκιαγραφία < σκιά + γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /skiaɣɾaˈfia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκιαγραφία

Ουσιαστικό

σκιαγραφία θηλυκό

  1. (ζωγραφική) τεχνική στη ζωγραφική ή τη σχεδίαση που χρησιμοποιεί τη φωτοσκίαση, για να αποδώσει των όγκο των αντικειμένων, των σωμάτων και του περιβάλλοντος χώρου
  2. (ζωγραφική) ζωγραφική απεικόνιση αντικειμένων, πραγμάτων, προσώπων κ.λπ. με αδρές γραμμές και τρόπο σχετικά πρόχειρο, χωρίς λεπτομέρειες
  3. (κατ’ επέκταση) γενική θεώρηση ή περιγραφή μιας κατάστασης, ενός θέματος κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.