θεώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεώρηση | οι | θεωρήσεις |
| γενική | της | θεώρησης* | των | θεωρήσεων |
| αιτιατική | τη | θεώρηση | τις | θεωρήσεις |
| κλητική | θεώρηση | θεωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θεωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεώρηση < αρχαία ελληνική θεώρησις (θεωρία, άποψη)
Ουσιαστικό
θεώρηση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.