σκιαγραφημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιαγραφημένος η σκιαγραφημένη το σκιαγραφημένο
      γενική του σκιαγραφημένου της σκιαγραφημένης του σκιαγραφημένου
    αιτιατική τον σκιαγραφημένο τη σκιαγραφημένη το σκιαγραφημένο
     κλητική σκιαγραφημένε σκιαγραφημένη σκιαγραφημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιαγραφημένοι οι σκιαγραφημένες τα σκιαγραφημένα
      γενική των σκιαγραφημένων των σκιαγραφημένων των σκιαγραφημένων
    αιτιατική τους σκιαγραφημένους τις σκιαγραφημένες τα σκιαγραφημένα
     κλητική σκιαγραφημένοι σκιαγραφημένες σκιαγραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

σκιαγραφημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.