σκιαγραφικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκιαγραφικό | τα | σκιαγραφικά |
| γενική | του | σκιαγραφικού | των | σκιαγραφικών |
| αιτιατική | το | σκιαγραφικό | τα | σκιαγραφικά |
| κλητική | σκιαγραφικό | σκιαγραφικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκιαγραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαγραφικός
Ουσιαστικό
σκιαγραφικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) ουσία που λαμβάνεται από ασθενή, για να διευκολυνθεί η απεικονιστική εξέταση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκιαγραφία, σκιά και γράφω
Μεταφράσεις
σκιαγραφικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σκιαγραφικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκιαγραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.