περιβάλλων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιβάλλων & περιβάλλοντας |
η | περιβάλλουσα | το | περιβάλλον |
| γενική | του | περιβάλλοντος & περιβάλλοντα |
της | περιβάλλουσας & περιβαλλούσης* |
του | περιβάλλοντος |
| αιτιατική | τον | περιβάλλοντα | την | περιβάλλουσα | το | περιβάλλον |
| κλητική | περιβάλλων & περιβάλλοντα |
περιβάλλουσα | περιβάλλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιβάλλοντες | οι | περιβάλλουσες | τα | περιβάλλοντα |
| γενική | των | περιβαλλόντων | των | περιβαλλουσών | των | περιβαλλόντων |
| αιτιατική | τους | περιβάλλοντες | τις | περιβάλλουσες | τα | περιβάλλοντα |
| κλητική | περιβάλλοντες | περιβάλλουσες | περιβάλλοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιβάλλων < λόγια μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος περιβάλλω, αρχαία ελληνική περιβάλλων
Μετοχή
περιβάλλων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που περιβάλλει, που βρίσκεται ολόγυρα
- ↪ ο περιβάλλων χώρος
- άλλες μορφές: περιβάλλοντας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.