σκιαγράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιαγράφημα τα σκιαγραφήματα
      γενική του σκιαγραφήματος των σκιαγραφημάτων
    αιτιατική το σκιαγράφημα τα σκιαγραφήματα
     κλητική σκιαγράφημα σκιαγραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκιαγράφημα < αρχαία ελληνική σκιαγράφημα < σκιαγραφέω

Ουσιαστικό

σκιαγράφημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.