σκεπτικίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκεπτικίστρια οι σκεπτικίστριες
      γενική της σκεπτικίστριας των σκεπτικιστριών
    αιτιατική τη σκεπτικίστρια τις σκεπτικίστριες
     κλητική σκεπτικίστρια σκεπτικίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεπτικίστρια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκεπτικίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  σκεπτικιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.